- καταφρυάττομαι
- κατα-φρυάττομαι, eigtl. vom mutigen Rosse, das wiehernd sich gegen Zügel u. Gebiß sträubt; sich sträuben, sich übermütig, hoffährtig gegen einen betragen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταφρυάττομαι — (Α) 1. φέρομαι υπερήφανα, αλαζονικά σε κάποιον 2. μτφ. φέρομαι με αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φρυάττομαι «είμαι αλαζόνας»] … Dictionary of Greek
καταφρυάττομαι — κατά φρυάσσομαι neigh pres ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφρύαγμα — καταφρύαγμα, τὸ (Α) [καταφρυάττομαι] υπερηφάνεια, αλαζονεία … Dictionary of Greek